- ηγήτειρα
- ἡγήτειρα, ἡ (Α)θηλ. τού Ηγητήρ.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού ηγητήρ (πρβλ. δοτήρ > δότειρα, μνηστήρ > μνήστειρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡγήτειρα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητείρας — ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem acc pl ἡγητείρᾱς , ἡγήτειρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήτειραν — ἡγήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγητήρ — ἡγητήρ, δωρ. τ. ἁγητήρ, ὁ, θηλ. ἡγήτειρα (Α) [ηγούμαι] 1. καθοδηγητής, οδηγός, οδηγητής 2. αρχηγός, ηγέτης 3. το ψάρι «ναυκράτης ο οδηγός, που οδηγεί την αγέλη, αλλ. ηγεμών*, γνωστό σήμερα ως πιλότος … Dictionary of Greek